Κυριακή 30 Μαΐου 2010




Νενίκηκά σε Σολομών!

Η Αγία Σοφία είναι κτισμένη επάνω σε διάσελο και σε θέση περίβλεπτη. Είναι το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια σου όταν έρχεσαι από την Προποντίδα και περιπλέεις το ακρωτήριο του Serayburnu. Χάνεται για λίγο και ξαναφαίνεται από τον Κεράτιο. Τη θέση αυτή δεν τη διάλεξαν φυσικά οι Βυζαντινοί, την είχανε προ καιρού επισημάνει οι ειδωλολάτρες όταν έχτιζαν εκεί τους ναούς των. Ισορροπεί με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια, κάθεται σαν πελώρια πεταλίδα στο βράχο, σκαλίστηκε θαρρείς επάνω σε κάποιο εξόγκωμά του.

Η Αγία Σοφία υπήρξε επί οκτώ αιώνες o μεγαλύτερος περίκλειστος χώρος σε όλον τον κόσμο μέχρι της ανέγερσης του Καθεδρικού ναού της Σεβίλλης, και έχει κτισθεί σε μικρό σχετικώς χρονικό διάστημα – ο Καθεδρικός ναός της Σεβίλλης χτίζονταν (από το 1402 – 1509) επί 107 χρόνια. Είναι το πιο ανάλαφρο δαμασμένο κενό. Το σύνολο των στηριγμάτων του τρούλου στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης καταλαμβάνει το μισό, ενώ στην Αγία Σοφία μόλις το ένα δέκατο του ελεύθερου εσωτερικού χώρου. Του τρομακτικού συνάμα και ελκυστικού αυτού χώρου, του γεμάτου μαγεία και απορία, αυτού του χώρου που μιμείται το θολωτό Σύμπαν όπως το δημιούργησε ο Θεός και το περιόρισε ο άνθρωπος.

Η Αγία Σοφία φέρει κατάδηλα τα ίχνη της επαφής των ανθρώπων που δέχτηκε κάτω από τους θόλους της δια μέσου των αιώνων. Οι κίονες της έχουν αυλακωθεί εκεί που ακουμπούσαν τα κορμιά τους οι πιστοί όταν έσκυβαν να παρακολουθήσουν τις ιεροτελεστίες και τις τελετές, οι αγκώνες τους έσκαψαν, αφήσανε τα αποτυπώματα τους πάνω στα γείσα. Και στις παραστάδες της μεσαίας Βασιλικής Πύλης του εσωνάρθηκα τα πόδια των φρουρών βαθούλωσαν το μάρμαρο, σχημάτισαν τεχνητές μικρές γούρνες.

Το μαρμάρινο έδαφος τού κυρίως ναού είναι χωρισμένο σε τέσσερις ζώνες κάθετες στον κατά μήκος άξονα από τέσσερις μουντές γκρίζες ταινίες. Είναι οι τέσσερις ποταμοί τού Υπερπέραν, όπως τους βλέπει ο Κωνσταντίνος Γρίβας, o Γαίων, ο Φύσων, ο Τίγρης και ο Ευφράτης.

Ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς «ποταμούς» επαναλαμβάνουν τα συμμετρικά «νερά» τους οι πλάκες των μαρμάρων. Τρεις σειρές από 30 πλάκες η κάθε σειρά ανάμεσα σε δυο ποταμούς, έπειτα άλλες τρεις και άλλες τρεις.

Μπαίνει ο επισκέπτης από τη νότια είσοδο του Εσωνάρθηκα, κάτω από το ψηφιδωτό του Μ. Κωνσταντίνου και τού Ιουστινιανού που προσφέρουν τα δώρα τους στη Θεοτόκο. Δίπλα του, πλαγιασμένα στο έδαφος τα «φύλλα» της μπρούντζινης πόρτας της εισόδου. Ήταν η παλαιότερη – 9ος αιώνας – από τις μνημειακές μπρούντζινες πόρτες. Στις αρχές του l4ου οι Φλωρεντινοί έφεραν από τη Βενετία μαστόρους για να «χύσουν» την πόρτα του Βαπτιστηρίου τους. Προηγουμένως οι Βενετσιάνοι καλούσαν Βυζαντινούς τεχνίτες για τις δικές τους μπρούντζινες πόρτες.

Πάνω από τα μαρμάρινα παραπέτα, βλέπεις σκαλισμένα στο περβάζι, πάνω στο μάρμαρο γράμματα ρωσικά, βυζαντινά, φράγκικα, αραβοπερσικά… Είναι αυτοί που λαχτάρησαν να συνδεθούν με την Ιστορία και αποτύπωσαν τα ίχνη των ανώνυμων ονομάτων τους. Αλλού χαραγμένα εννιάπετρα που έχουνε σκύψει επάνω τους ώρες ολάκερες παίζοντας, ποιοι άραγε; Οι πιστοί κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων αγρυπνιών; Ή μήπως οι στρατιώτες, οι σκοποί, οι χασομέρηδες που ήθελαν να διασκεδάσουν την ανία τους και τη μοναξιά τους;

Η Α’ Αγία Σοφία θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο αλλά οικοδομήθηκε από το γιο του Κωνστάντιο (337-361). Τα εγκαίνιά της έγιναν το 346.

Ο Σωκράτης, που έγραψε την Ιστορία της Εκκλησίας από το 305-439, αναφέρει: «… κατά, τον καιρόν τούτον (επί πατριάρχου Μακεδονίου) ο βασιλεύς την Μεγάλην Εκκλησίαν έκτιζεν, ήτις Σοφία μεν προσαγορεύεται νυν, συνήπται δε τη έπωνύμω Ειρήνη …» Από τη φράση αυτή του Σωκράτη αλλά και από τις ανασκαφές (Ramaganoglu, 1945) προκύπτει ότι η Α’ Αγία Σοφία, που χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ναού του Απόλλωνος, είχε άμεση επαφή προς Β με την Αγία Ειρήνη και βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτήν και στη σημερινή Αγία Σοφία.

Η Β’ Αγία Σοφία χτίστηκε πάλι από τον Κωνστάντιο προς Ν της πρώτης, στη σημερινή θέση της Αγίας Σοφίας του Ιουστινιανού. Ήταν μια μεγαλόπρεπη βασιλική με τρεις αψίδες και πέντε κλίτη. Στην προς Δ είσοδο της είχε ωραίο πρόπυλο με αέτωμα και κιονοστοιχία. Τα εγκαίνια της Β’ Μεγάλης Εκκλησίας έγιναν από τον πατριάρχη Ευδόξιο το 360.

Οι ναοί αυτοί υπέστησαν ζημιές κατά καιρούς, καταστράφηκαν από πυρκαγιές. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου του 381 επί Θεοδοσίου Α’ (378-395) πυρπολήθηκαν από τους αρειανούς. Κατά την εξορία του Χρυσοστόμου από τούς οπαδούς του το 404.



Η Γ’ Μεγάλη Εκκλησία είναι έργο τού Θεοδοσίου Β’ (408-450). Στην πραγματικότητα δεν ήταν ανοικοδόμηση παρά επιδιόρθωση και συνένωση διαφόρων τμημάτων της Α’ και Β’ Αγίας Σοφίας με ορισμένες προσθέσεις και παραλλαγές. Τα εγκαίνιά της έγιναν το 415.

Κατά τη στάση του Νίκα καταστράφηκαν από πυρκαγιές τόσο η Αγία Ειρήνη όσο και η Γ’ Αγία Σοφία του Θεοδοσίου Β’. Μετά την καταστολή της στάσεως ο Ιουστινιανός (527-565) αμέσως απεφάσισε το χτίσιμο της σημερινής Δ’ Αγίας Σοφίας επάνω στα ερείπια της βασιλικής του Κωνστάντιου. Έπειτα από 40 μέρες έθεσε τα θεμέλια και μετά πέντε χρόνια, το Δεκέμβριο του 537 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού από τον πατριάρχη Μηνά, και είναι γνωστή η φράση: «Δόξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον έπιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών!»

Ως προς τον χρόνο αποπεράτωσης της Δ’ Αγίας Σοφίας υπάρχει ωστόσο και άλλη άποψη. Ο Ιουστινιανός, πριν αρχίσει η ανέγερση του ναού, απαλλοτρίωσε τα οικόπεδα και κατεδάφισε όλα τα κτίσματα από τα πέριξ της οικοδομής χώρο. Το 539 (επτά χρόνια μετά τη στάση του Νίκα) ο Ιουστινιανός άρχισε το γκρέμισμα του εσωτερικού της Β’ Μεγάλης Εκκλησίας καθώς και ορισμένες μεταρρυθμίσεις, ενώ ταυτοχρόνως συγκέντρωνε υλικό από τα πέρατα της αυτοκρατορίας. Μάρμαρα και πελώριοι μονολιθικοί κίονες φορτωμένοι επάνω σε σχεδίες κατέφθαναν από την Προικόννησο, την Εύβοια, την Αθήνα, τους Δελφούς, τη Θεσσαλία, τη Λακωνία, τη Ρώμη, την Έφεσο, τη Φρυγία, την Αίγυπτο. Έτσι, η συγκέντρωση του υλικού και το καθάρισμα της παλαιάς βασιλικής του Κωνστάντιου καθώς και η ανέγερση της Αγίας Σοφίας κράτησε συνολικά είκοσι χρόνια και τα εγκαίνια του ναού έγιναν το 552, τον πρώτο χρόνο της πατριαρχείας του Ευτύχιου. Ας σημειωθεί ότι τα ταξίδια από τέτοιες αποστάσεις διαρκούσαν μήνες, και η μεταφορά τεράστιων όγκων είτε δια ξηράς είτε δια θαλάσσης απαιτούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ξεκινώντας για την εν Φλωρεντία ψευδοσύνοδο ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος με τη συνοδεία του, όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο έργο του «Γεννήθηκα το 1402», για να φθάσουν από την Πόλη στη Βενετία χρειάστηκαν (27 Νοεμβρ. 1437-8 Φεβρ. 1438) 69 ολόκληρες μέρες!

Οι οικοδόμοι της Αγίας Σοφίας ήταν οι μεγαλύτεροι στην ειδικότητα τους επιστήμονες της ελληνικής Ανατολής. Ο «μηχανικός» Ανθέμιος, που ο ιατρός αδελφός του Αλέξανδρος ο Τραλλιανός, από τους οπαδούς της Σχολής του Γαληνού, συνέγραψε σε 12 τόμους περί θεραπείας νοσημάτων «Βιβλίον θεραπευτικόν», και ο αρχιτέκτων Ισίδωρος που μεγάλωσε κάτω από την τεμαχισμένη σκιά του ναού των Διδύμων στη Μίλητο, χρησιμοποίησαν και μεταρρύθμισαν τα «ερείπια» της βασιλικής του Κωνστάντιου και δημιούργησαν απ’ αυτή την «αναπροσαρμογή» ένα αριστούργημα φαντασίας και τόλμης. Γκρέμισαν τους τοίχους και τις κιονοστοιχίες που χώριζαν το μεσαίο κλίτος της βασιλικής από τα παράπλευρα και αποκάλυψαν ένα τεράστιο χώρο. Οι κιονοστοιχίες αυτές «μεταφέρθηκαν» δίπλα στις κιονοστοιχίες των ακραίων κλιτών που έμειναν περίπου με το αρχικό τους εύρος. Έτσι, το μεσαίο κλίτος της Αγίας Σοφίας έχει διπλάσιο φάρδος από τα παράπλευρα (18,29 μ. με 38,07 μ., R. Van Nice).

Η βασική δομή της Αγίας Σοφίας έχει σχήμα κιβωρίου (ciborium, baldaquin, πέργολον, κουβούκλιο). Τέσσερις πελώριοι πεσσοί, ο καθένας βάσεως 100 τ.μ. περίπου, στηρίζουν τέσσερα μεγάλα τόξα, στις κορυφές των οποίων καθώς και στα σχηματιζόμενα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία) στηρίζεται ο τρούλος.

Για να εξισορροπηθούν οι πλάγιες ωθήσεις κατασκευάσθηκαν προς Α και Δ δύο μεγάλα ημιθόλια (τεταρτοσφαίρια) που υποβαστάζονται από τρεις μικρότερους θόλους και από χαμηλότερους πεσσούς. Προς Β και Ν δεν υπήρχαν ημιθόλια παρά τα μεγάλα τόξα κατέληγαν σε τύμπανα, η κορυφή των οποίων φωτίζονταν από μεγάλα τρίλοβα παράθυρα. Ο χώρος επομένως γύρω από τον τρούλο υποχωρούσε, τα σφαιρικά τρίγωνα υποχωρούσαν και ο τρούλος φαινόταν αιωρούμενος επάνω στο κενό, περιιπτάμενος. Αν λάβει κανείς υπόψιν του τον φωτισμό από τα 15 παράθυρα του ανατολικού και του δυτικού ημιθολίου καθώς και από τα παράθυρα των τύμπανων, εκ των οποίων το υψηλότερο, τρίλοβο με δύο κιονίσκους – όπως περίπου το παράθυρο της δυτικής πλευράς – και ακόμη τα 40 παράθυρα της βάσης του τρούλου (ο φωτισμός του ναού ήταν τότε διπλάσιος από τον σημερινό), θα δικαίωνε τη φράση του Προκόπιου: «φαίης αν ουκ έξωθεν καταλάμπεσθαι ηλίω τον χώρον αλλά την αιγλην εν αυτώ φύεσθαι».

Ο βράχος ωστόσο που σήκωσε στη ράχη του τον ειδωλολατρικό ναό του Απόλλωνα επί τόσους αιώνες, στάθηκε αδύναμος να αντέξει κάτω από το συνολικό βάρος της νέας οικοδομής. Παρόλο που οι πεσσοί κατασκευάστηκαν ικανοί να επωμισθούν τα βάρη και τις ωθήσεις του τρούλου, το υπέδαφος των πετρωμάτων, που ανήκαν στη Δεβόνιο περίοδο, υπέστη μια πλαστική παραμόρφωση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η βαθμιαία καθίζηση των θεμελίων της οικοδομής. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τού θεμελιωτή της Μηχανικής του εδάφους (μιας επιστήμης που ξεκίνησε 1387 χρόνια μετά το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας) και καθηγητή της Ροβερτείου Σχολής της Πόλης Karl Terzhagi, η πίεση που εξασκούν οι πεσσοί, τα αντερείσματα, οι θόλοι, οι τοίχοι κ.λ.π. επάνω στο βράχο είναι ίση με 105 τόννους ανά τετραγωνικό μέτρο!

Οι τέσσερις πεσσοί, και κυρίως ο βορειοανατολικός, απόκλιναν από την κατακόρυφο και απομακρύνθηκαν από το κέντρο του τετραγώνου. Έτσι, έπειτα από τους αλλεπάλληλους σεισμούς του Αυγούστου 553,Ιανουαρίου 557 και Μαίου 558, κατέρρευσε το μεγάλο ανατολικό τόξο, η αψίδα και μέρος του τρούλου. Την αποκατάσταση της οικοδομής ανέλαβε, όπως είναι γνωστό, ο ανιψιός του Ισιδώρου, Ισίδωρος ο νεότερος. Η πρώτη αυτή μεγάλη αναστήλωση, όπως παρατηρεί ο Μιχελής στη μελέτη του: Η αισθητική της Αγίας Σοφίας, δεν ήταν μια επιδιόρθωση βλαβών ή και απλή ανοικοδόμηση παρά μια «δεύτερη έκδοση» του αρχιτεκτονικού έργου.

Ο νέος Ισίδωρος ενίσχυσε τα μεγάλα τόξα, ελάττωσε το φωτισμό του ναού περιορίζοντας τον αριθμό των παραθύρων στα μεγάλα ημιθόλια από δεκαπέντε σε πέντε και αντικαθιστώντας το τρίλοβο παράθυρο των τύμπανων με πέντε μικρότερα. Τόνισε ελαφρώς τον κατακόρυφο άξονα του ναού ανακατασκευάζοντας υψηλότερο τον τρούλο – όχι τόσο ώστε να μη γίνεται ορατή η κορυφή του από την μεσαία βασιλική πύλη. Με τις τεχνικές και αισθητικές μεταλλαγές που επέφερε, πρόσθεσε τη δική του άποψη και αναστήλωσε μια νέα Αγία Σοφία ισοδύναμη με την πρώτη και την κληροδότησε στους επόμενους αιώνες. Τα εγκαίνια της Μεγάλης Εκκλησίας έγιναν για δεύτερη φορά, κατά το τριακοστό έκτο έτος τής βασιλείας του Ιουστινιανού, στις 24 Δεκεμβρίου τού 563.

Το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας αποκαλύπτει μια πρωτόφαντη θέα, ένα καταπληκτικό κενό αιχμαλωτισμένο από ένα ανάλαφρο κτίσμα. Μια ενότητα χώρου, από τον οποίον απουσιάζει κάθε «πλαστικότητα», κάθε συμπύκνωση όγκου. Η εσωτερική επιφάνεια του ναού τερματίζεται σε επίπεδα «διαφράγματα» διάτρητα από φως, από οπτικά περάσματα, «οι τοίχοι κρέμονται ωσάν παραπετάσματα», απλώνονται παντού μαρμάρινα βήλα.

Το βλέμμα ακολουθώντας τον κατακόρυφο άξονα χάνεται στον απόμακρο τρούλο, ενώ κατά μήκος οδηγείται στο ανατολικό μέρος τού ναού όπου το υποδέχεται η αψίδα του βήματος. Αντίθετα, τα πελώρια τύμπανα και οι κιονοστοιχίες των πλάγιων πλευρών «συστέλλουν», το διάστημα, το κάνουν υποθετικό, το υποψιάζεται η φαντασία πίσω από τα ανοίγματα, από τα ενδιάμεσα των κιόνων, από τη γειτονική παρουσία του τεμαχισμένου φωτισμού. Η Αγία Σοφία είναι δρομικός ναός, είναι βασιλική με τρούλο.

Ένα κύριο μέλημα των αρχιτεκτόνων ήταν να υποκρύψουν και να εξαφανίσουν τα όργανα στηρίξεως. Τα μεγάλα τόξα υποβαστάζουν τον τρούλο ωστόσο είναι αόρατα, οι πεσσοί που υποβαστάζουν τα τόξα έχουν απαλειφθεί. Αυτοί οι γιγαντιαίοι στύλοι, που η περίμετρος της βάσης τους ξεπερνάει τα 40 μέτρα και το εμβαδόν της τα 100 τετρ. μέτρα, έχουν καταστεί οπτικώς ανύπαρκτοι.

Οι πλευρές τους που βλέπουν προς το μεσαίο κλίτος αποτελούν τμήμα των κιονοστοιχιών, συμπληρώνουν, στην αρχή και στο τέλος, τους τέσσερις μεγάλους πράσινους κίονες. Οι προς A και Δ πλευρές τους καμπυλώνονται, συνεχίζουν την κυλινδρική κίνηση που έχουν οι τέσσερις (προς Α και Δ) κόγχες, αποτελούνε και εδώ συμπλήρωμα των δύο μικρών ενδιάμεσων κιόνων της κόγχης. Το φάρδος τους – και επομένως όγκος τους – συγχωνεύεται με τα στενά κλίτη που εμφιλοχωρούν ανάμεσα στο μεσαίο κλίτος και στα παράπλευρα και κάνουν το ναό πεντάκλιτο!

Ακόμη, οι προς Α χαμηλότεροι πεσσοί που επωμίζονται το βάρος των μεγάλων ημιθολίων, ταυτίζονται με την κυλινδρικότητα της αψίδας.

Αντίθετα με την εντύπωση που προκαλεί το απροσμέτρητο κενό του εσωτερικού της Αγίας Σοφίας, όλα τα προσιτά στον άνθρωπο μέλη του ναού, οι κίονες, οι βαθμίδες, τα διαβατικά, οι πύλες, τα γείσα… όλα αυτά είναι καμωμένα στην ανθρώπινη κλίμακα. Ακόμη και οι πλάκες της μαρμάρινης επένδυσης διατεταγμένες κατά ζώνες, οι ταινίες που τις διαχωρίζουν, οι ουρανοί των διαβατικών, ο μωσαϊκός διάκοσμος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ανθρώπινο μέτρο ενισχύει και εξαίρει το υπερμέγεθες της οικοδομής.

Η ίδια οικοδομή ωστόσο, το περικάλυμμα αυτού τού απείρου διαστήματος είναι ενσωματωμένη σε άλλη κλίμακα, μια κλίμακα υπερβατική. Όταν ανεβαίνει κανείς από τον κοχλία στα υπερώα νομίζει πως έφθασε στο ζενίθ. Όμως το ύψος αυτό είναι λιγότερο από το τέταρτο του συνολικού ύψους του ναού από το έδαφος ως την κορυφή του τρούλου. Και οι στέγες ακόμη των παράπλευρων κλιτών βρίσκονται πιο χαμηλά από το μισό του ίδιου ύψους! Όσοι χαρακτηρίζουν την αναλογία αυτή τερατώδη, περιορίστηκαν να διατυπώσουν τη γνώμη τους εξετάζοντας το πλάνο του ναού. Δεν πήραν υπόψη την οπτική εντύπωση – ακόμη και για το θεατή που βρίσκεται στα υπερώα – τις οπτικές «διορθώσεις», των αποστάσεων. Δεν πήραν υπόψη τους πως, οπτικά, οι επιφάνειες όσο απομακρύνονται «μικραίνουν» με το τετράγωνο, και οι χώροι με τον κύβο της αποστάσεως!

Παρόλο που ο κατακόρυφος άξονας έχει ρόλο κυρίαρχο και η κλιμάκωση των θόλων υψώνεται σε ένα εκθαμβωτικό, υπερούσιο κενό, η παρουσία του ορίζοντα δίνει στην Αγία Σοφία ένα τόνο ηρεμίας, γαλήνης και ελληνικότητας. Τρεις κορνίζες οριζόντιες περιτρέχουν τη βάση των υπερώων, τις βάσεις των τύμπανων και των ημιθολίων και τέλος την κρηπίδα του τρούλου. Τα τρία ύψη τους (οι αποστάσεις από το έδαφος) αποτελούν μια συνεχή αvαλoγία (γ:β=β:α=9:5). Το τρίτο ύψος ως προς το δεύτερο και το δεύτερο ως προς το πρώτο έχουν τον ίδιο λόγο (9:5).

Κατά τοyς μετέπειτα βυζαντινούς αιώνες οι διάδοχοι του Ιουστινιανού συντήρησαν και εξωράισαν την Αγία Σοφία. Στο τέλος του 9ου αιώνα ο Βασίλειος Α’ επισκεύασε το μεγάλο δυτικό τόξο που υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει. Το 989 ο τρούλος του ναού κατέπεσε εν μέρει από σεισμό και αναγέρθηκε επί Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Επισκευές έγιναν και στις αρχές του 11ου και του l4ου αιώνα και ο Ανδρόνικος Β’ στήριξε με αντερείσματα τους ανατολικούς τοίχους τής βασιλικής. Τον Μάιο του 1346 κατέρρευσε το ανατολικό ημιθόλιο και η βλάβη επιδιορθώθηκε επί Άννας της Σαβοΐας, συζύγου του Ανδρόνικου Γ’ (1328-1341). Μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου η βασιλομήτωρ Άννα – ο γιος της Ιωάννης Ε’ ήταν μόλις 9 ετών – αντιτάχθηκε στον μέγα δομέστικο Ιωάννη Καντακουζηνό, o οποίος διηύθυνε ουσιαστικά το κράτος ζώντος του Ανδρόνικου, και ως φίλος του επιστήθιος θα έπρεπε να αναλάβει την αντιβασιλεία. Για να ανταποκριθεί στα έξοδα του εμφύλιου πολέμου η Άννα της Σαβοΐας έδωσε ενέχυρο στους Βενετούς τα διαμάντια και τα κοσμήματα του στέμματος έναντι 30.000 δουκάτων. Το ποσόν αυτό ουδέποτε επεστράφη και ο θησαυρός του στέμματος παραμένει έκτοτε στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μάρκου. Το 1350 ο μέγας πρίγκιπας της Μόσχας έστειλε χρηματική βοήθεια για την επιδιόρθωση της Αγίας Σοφίας και, σαν να μην έφθανε η κατάντια της αποδοχής εξωτερικής αρωγής για τέτοιο σκοπό, η ευλαβής προσφορά χρησιμοποιήθηκε για στρατολόγηση Τούρκων μισθοφόρων (Νικ. Γρηγοράς)!

Τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας παρέμειναν εν μέρει ακάλυπτα μέχρι του 1847, όπως γίνεται φανερό από μαρτυρίες περιηγητών που είδαν εικόνες ψηφιδωτών, άλλες ευδιάκριτες και άλλες αμυδρά ορατές. Ο προσκυνητής Αντώνιος, αρχιεπίσκοπος του Novgorod το 1200, ο Evliya Celebi κατά τον l7ον αιώνα, ο Cornelius Loos από τη Στοκχόλμη κατά το 1710 και πολλοί άλλοι εξέφρασαν κατά καιρούς τη γνώμη τους για τη λαμπρότητα ακόμη και για την καλή ή κακή κατάσταση του εσωτερικού διακόσμου στην περίφημη αυτή εκκλησία της Πόλης. Γενικά, είναι βέβαιο ότι υπήρχαν αγιογραφίες μωσαϊκών με θέματα από την Καινή Διαθήκη στις ημικυλινδρικές (καμαρωτές) οροφές και στα σταυροθόλια των κατηχουμενίων (υπερώων) του ναού, η ζωή και τα πάθη του Χριστού, ακόμη και πορτραίτα Προφητών, Διδασκάλων, Ιεραρχών κ.α., πράγμα που παρατήρησαν και οι Ελβετοί αρχιτέκτονες αδελφοί Giuseppe και Gaspar Fosatti.

Η πρώτη συστηματική ανακαίνιση του ναού επί Οθωμανών έγινε από τούς προαναφερθέντες αρχιτέκτονες ανάμεσα στα 1847 και 1849 επί σουλτάνου Abdul Mecit, οπότε οι εικόνες σ’ όλο το οικοδόμημα επικαλύφθηκαν με ασβέστη, αφού προηγουμένως είχανε καθαρισθεί!

Το 1930 ο Kemal Ataturk επέτρεψε στο Αμερικανικό Βυζαντινολογικό Ινστιτούτο να εξετάσει και να αποκαλύψει τις μωσαϊκές εικόνες της Αγίας Σοφίας. Οι εργασίες άρχισαν το 1932 υπό την επίβλεψη του διευθυντού και ιδρυτού του Ινστιτούτου Θωμά Whittemore με τη μελέτη και φωτογράφηση των τοίχων της οικοδομής και διάρκεσαν ένα έτος.

Πρώτα πρώτα καθαρίστηκαν τα τύμπανα του Εσωνάρθηκα που βρίσκονται επάνω από τις πύλες που οδηγούν στον κυρίως ναό. Εκεί αποκαλύφθηκαν οκτώ μεγάλοι σταυροί, κόκκινοι επάνω σε χρυσό φόντο, δεξιά και αριστερά της μεσαίας βασιλικής πύλης. Ακολούθως μέσα στο ναό καθαρίστηκαν τα επιχρίσματα στους ημικυλινδρικούς ουρανούς των διαβατικών που διασχίζουν τους ελάσσονες δυτικούς πεσσούς. Και στη διακόσμηση μεν της οροφής του νοτιοδυτικού πεσσού αποκαλύφθηκαν χρυσά τετράγωνα σε αργυρό φόντο, στον δε αντίστοιχο βορειοδυτικό χρυσοί κύκλοι μέσα σε τετράγωνα σε βάθος επίσης αργυρό.



Στις 24 Οκτωβρίου 1934 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το επί πέντε αιώνες βακούφιον της Αγίας Σοφίας μετετράπη σε Μουσείο. Εν τω μεταξύ οι εργασίες της αποκαταστάσεως των μωσαϊκών εξακολουθούσαν.

Στο τύμπανο της μεσαίας βασιλικής πύλης έχει αποκαλυφθεί, μέσα σε ημικύκλιο, ωραία παράσταση του Χριστού επάνω σε θρόνο, που κρατάει ευαγγέλιο και ευλογεί με το δεξί του χέρι. Δεξιά και αριστερά, μέσα σε στηθάρια, η Θεοτόκος και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ (κατά τον Whittemore). Στο κάτω αριστερό μέρος της εικόνας είναι ζωγραφισμένος γονυπετής αυτοκράτωρ, φορεμένος χλαμύδα και διβηθήσιον με ταβλία (ετερόχρωμα εμβλήματα), σε στάση μετανοίας και με τα χέρια ανοιχτά να παρακαλούν το Χριστό. Κατά την πάροδο των εργασιών ήρθαν στο φως και πολλές άλλες ψηφιδωτές αναπαραστάσεις, κάποιες σε καλύτερη κατάσταση από άλλες, ανεκτίμητης αξίας, με τα σημερινά δεδομένα.

Ο Θωμάς Whittemore, διευθυντής και ιδρυτής του αμερικανικού Βυζαντινού Ινστιτούτου, πέθανε στις 8 Ιουνίου 1950 στη Washington σε ηλικία 80 ετών. Είχε αφιερώσει τη ζωή του στην αποκάλυψη μωσαϊκών και εξέδωσε 12 τόμους σχετικούς με τις εργασίες του. Η εργασία της αποκαλύψεως του μωσαϊκού της Δεήσεως στα νότια υπερώα (1934-1938) εξεδόθη σε μετά το θάνατο του το 1952, σε ιδιαίτερο τόμο, όπου αναγράφονται οι στίχοι, αναφερόμενοι πιθανώς στην παράσταση της Δεήσεως:

«Ειδ’ εξεκαύθης εις έρωτα τον άνω και τον νοητόν κόσμον εν τύπω βλέπε Χριστος με ούτος, ου Θρόνος λαμπρός πόλος αυτή δε μήτηρ, ης μόνης αγνής τόκος ούτος δε λύχνος, ου λόγος φως και τρόπος.»

Είναι συγκινητική επίσης η επιμνημόσυνη, τρόπον τινά, επίκληση των εκδοτών γραμμένη με ελληνικούς χαρακτήρες:

«Μνήσθητι, Κύριε, των καρποφορούντων και καλλιεργούντων εν ταις αγίαις σου εκκλησίαις».

Όμως, η φράση που έχει συνδεθεί στην ιστορία με την Αγία Σοφία είναι αυτή του Ιουστινιανού:

Νενίκηκά σε Σολομών!

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ


«Σήμερα, λοιπόν, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν θάνατο καὶ μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ ἡ ἀγωνία, ἂν θέλετε καὶ ἡ ἀπογοήτευση τῶν μαθητῶν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ φόβος τους. Γιὰ αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω τὴν πρὸς Ἐμμαοὺς πορεία.

Θὰ τὸ πῶ μὲ δύο λόγια μιᾶς καὶ εἶναι γνωστὴ ἡ πορεία: Δύο μαθητές, τρεῖς μέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, προχωροῦν εἰς Ἐμμαούς, συζητοῦν μεταξύ τους γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀγωνιοῦν, μιλοῦν γιὰ τὰ γεγονότα. Ἔρχεται ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν, καὶ τοὺς ἑρμηνεύει τὶς γραφές. Ἐν τέλει Τὸν ἀγαποῦν αὐτὸν τὸν Συνοδοιπόρο. Τοῦ λένε «μεῖνε μαζί μας». Μένει. Φτάνουν στὸ τραπέζι καὶ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου Τὸν γνωρίζουν. Τότε Αὐτὸς γίνεται ἄφαντος, ἐκεῖνοι γεμίζουν χαρὰ καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα.

Οἱ δύο μαθητές, λοιπόν, μιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ἐκεῖνος παρουσιάστηκε δίπλα τους νὰ συμπορεύεται. «Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Τὰ μάτια τους ἦταν ἀκόμα κλειστὰ καὶ δὲν Τὸν γνώρισαν. Νομίζω ἕνα μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ ἑξῆς: ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ εἶναι καὶ ὁ ἀληθινὸς Συνοδοιπόρος μας. Κι ἂν τυχὸν ἀγωνιοῦμε, ἂν συζητᾶμε, ἂν ψάχνουμε, ἂν βαδίζουμε, ἂν τυχὸν γιὰ κάπου πᾶμε, Αὐτὸς εἶναι μαζί μας. Μά, λέει κάποιος: «δὲν Τὸν ξέρουμε». Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ἕνα πράγμα: μαζὶ μὲ τὴν ἀγωνία μας καὶ Αὐτὸς συμπορεύεται. Καὶ ἂς μὴν Τὸν διακρίνουμε.

O Χριστός, στὴ συνέχεια, δὲν θέλει νὰ τοὺς κάνει διδασκαλία, ἀλλὰ θέλει νὰ τοὺς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ποῦν αὐτὰ ποὺ ἔχουν μέσα τους. Γὶ΄ αὐτὸ προσποιεῖται ἄγνοια καὶ μάλιστα ἐπιμένει. Τότε «τοῦ ἐξηγοῦν» γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο τὸν ὁποῖο παρέδωσαν «οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου» καὶ Τὸν σταύρωσαν. Στὴ συνέχεια λένε κι οἱ δύο τους τὸν πόνο τους: «Ἐμεῖς ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς θὰ λύτρωνε τὸ Ἰσραήλ. Ἀλλὰ ἤδη πέρασαν τρεῖς μέρες ἀφοῦ ἔγιναν αὐτά, ἀφοῦ Τὸν σταύρωσαν καὶ δὲν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε ποὺ νὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες μας. Μᾶς παραξένεψαν μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὴ δική μας συντροφιά, γιατί πῆγαν πρωὶ στὸ μνημεῖο καὶ λένε ὅτι δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα Του. Ἦλθαν καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων κι ὅτι οἱ ἄγγελοι λένε ὅτι ζεῖ. Καὶ πῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ μᾶς στὸ μνημεῖο καὶ τὸ βρῆκαν ἔτσι ὅπως εἶπαν οἱ γυναῖκες, "Αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον"».

Τοὺς δίνει, λοιπόν, τὴ δυνατότητα ὁ Χριστὸς νὰ ποῦν τὸ λογισμό τους. Αὐτοί, μὲ τετράγωνη λογική, λένε ὅτι «Ἐμεῖς ἐλπίζαμε. Τώρα δὲν ἐλπίζουμε. Τί νὰ ἐλπίζουμε; Ἐφ΄ ὅσον Αὐτὸς σταυρώθηκε, πέθανε καὶ εἶναι τρεῖς μέρες ποὺ πέρασαν, τελείωσε ἡ ἱστορία». Ἀποδεικνύουν τετραγωνικὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐλπίζει κανείς. Νομίζω ὅτι ὁ μεγάλος δάσκαλος, ὁ Χριστός, αὐτὸ ἤθελε νὰ ποῦν κι αὐτοί. Αὐτὸ ἤθελε νὰ βγάλει ἀπὸ μέσα τους: ὅτι, κοίταξε, μὲ τὴν τετράγωνη λογική, ἡ ὑπόθεση τελείωσε - καὶ νομίζω ὅτι εἶναι καλὸ νὰ τελειώνουν οἱ ὑποθέσεις. «Ὅμως ἀρχίζει Ἐκεῖνος καὶ μιλᾶ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται». Ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος ἐνίωθε ὅτι ἦταν φίλοι Του, τοὺς μιλάει αὐστηρά. Καὶ λέει τὴ φράση τὴ μεγάλη παρακάτω: «Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξα αὐτοῦ;» Δὲν ἔπρεπε νὰ πάθει αὐτὰ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ περάσει στὴ δόξα Του; Στὸ σημεῖο αὐτὸ μπαίνουμε στὸ μεγάλο μυστήριο καὶ λέμε: Ἂν τυχὸν ἔπρεπε νὰ πάθει Αὐτός, ποῦ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐμεῖς τί πρέπει νὰ πάθουμε;

Ἄρχισε ἀπὸ τὸν Μωυσῆ καὶ ὅλους τους προφῆτες καὶ ἐξήγησε σὲ ὅλες τὶς γραφὲς αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ πρόσωπό Του. Μαζὶ μὲ τὴν πορεία προχωροῦσε καὶ ἡ ἑρμηνεία, κι ἔβλεπαν οἱ μαθητὲς ὅτι κάπου ἀλλοῦ τοὺς πηγαίνει. Μόλις ἔφτασαν στὴν πόλη ποὺ πήγαιναν, Αὐτὸς προσποιήθηκε ὅτι πάει κάπου ἀλλοῦ. Ἀλλὰ αὐτοί: «παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες μεῖνον μεθ΄ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστι καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα». Νομίζω ὅτι οἱ μαθητὲς εἶπαν: Τώρα ποῦ πᾶς; Τελείωσε ἡ μέρα, τελειώνει ἡ πορεία. Ἔτσι ποὺ μᾶς ἔκανες δὲν μποροῦμε νὰ φύγουμε ἀπὸ κοντά Σου, οὔτε Ἐσὺ ἀπό μᾶς, ἔλα νὰ μείνεις μαζί μας. Καὶ ὁ Χριστὸς πέρασε μαζί τους.

Καὶ «ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μὲτ΄ αὐτῶν λαβῶν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἀπέδιδον αὐτοῖς, αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν». Μετὰ ἀπὸ τὸν λόγο, τὴν ἱερολογία, φτάσαμε στὴν ἱερουργία. Ἔγιναν οἱ ἐξηγήσεις καὶ δὲν ἔμενε πιὰ τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ πράξη τῆς ἱερουργίας. O Χριστὸς δὲν εἶπε τίποτα, ἀλλὰ τεμάχισε τὸν ἄρτο. Ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου Τὸν γνώρισαν καὶ μόλις Τὸν γνώρισαν ἔγινε ἄφαντος, χάθηκε. Φυσικά, ἐγὼ νομίζω ὅτι ὅταν λέμε χάθηκε ἐννοοῦμε βρέθηκε. Γιατί ἂν τυχὸν ἔμενε θὰ τὸν ἔχαναν″ θὰ ἔλεγαν ὅτι «Αὐτὸς εἶναι ἐδῶ, ἐκεῖ», θὰ Τὸν ἐντόπιζαν, ἐνῶ Αὐτὸς εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὅποτε ἀφοῦ Τὸν κατάλαβαν, παίρνουν δύναμη, ἀνοίγονται οἱ ὀφθαλμοί τους. Ἑπομένως «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τους» σημαίνει ὅτι ἄρχισαν νὰ βλέπουν τὰ ἀόρατα, νὰ καταλαβαίνουν τὰ περασμένα καὶ νὰ ἔχουν δύναμη γιὰ νὰ προχωρήσουν στὰ μέλλοντα, δηλαδὴ νὰ συνεχιστεῖ ἡ πορεία.

Ὁπότε γνωρίζουν τώρα μέσα στὴν Θεία Εὐχαριστία, μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου, τὶς γραφὲς ἀληθινά. Γνωρίζουν αὐτὰ ποὺ πέρασαν καὶ παίρνουν δύναμη γιὰ νὰ προχωρήσουν. O Κύριος γνωρίζεται ὡς ἄρτος κλώμενος καὶ αἷμα ἐκχυνόμενον. Στὴν κλάση τοῦ ἄρτου γνωρίζεται ὁ Κύριος καὶ ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο «ἐν τῇ κλάσει τῇ ἡμετέρα». Ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πονέσουμε, ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πεθάνουμε, δὲν σταυρωθοῦμε, δὲν πρόκειται νὰ γνωρίσουμε τὸν Κύριο. Ὅπως καὶ Κεῖνος ἔπρεπε νὰ πάθει γιὰ νὰ μπεῖ στὴ δόξα Του, καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ πάθουμε, πρέπει νὰ ὑποφέρουμε. Ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία γιὰ νὰ ἀνοιχτοῦν τὰ μάτια μας καὶ ἔτσι νὰ Τὸν βλέπουμε διαφορετικά.

Εἴμαστε ἄνθρωποι, πονᾶμε καὶ ἔχουμε τὴ δική μας λογική. Κι ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει τὸν λογισμό μας. Δίδει τὶς ἀφορμές, στοὺς μαθητές, νὰ ἀκοῦν τὸ λογισμό τους καὶ νὰ δικαιολογήσουν τετραγωνικὰ τὴν ἀπελπισία τους. Ἀλλὰ ὅμως ὅταν ἀπελπίζεσαι, ὅταν ψάχνεις, ὅταν πορεύεσαι, Αὐτὸς εἶναι μαζί σου. Στὴ συνέχεια θὰ ἔρθει καιρός, ὅταν φτάσεις πιὰ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου, ὅταν φτάσεις στὸν πολὺ πόνο καὶ εἶσαι μαζί Του, νὰ διανοιχτοῦν οἱ ὀφθαλμοί σου. Τότε Τὸν βλέπεις, Ἐκεῖνος χάνεται, δηλαδή, μένει διαρκῶς μαζί σου...

Ἐντάξει ἡ λογική μας, ἐντάξει ἡ ἀναζήτησή μας ἀλλὰ εἴμαστε πλασμένοι γιὰ κάτι μεγαλύτερο. Ὅ,τι κι ἂν πετύχουμε μὲ τὴ δική μας ἀναζήτηση, μὲ τὴ δική μας γνώση δὲν μᾶς ἱκανοποιεῖ. Ὁ Χριστὸς ἔχει νὰ δώσει σὲ μᾶς κάτι πολὺ μεγαλύτερο καὶ δὲν μᾶς τὸ ἔδωσε πρὶν Αὐτὸς πάθει καὶ μπεῖ στὴ δόξα Του. Δηλαδή, μποροῦμε νὰ πεθάνουμε καὶ νὰ ζήσουμε. Μποροῦμε νὰ χαθοῦμε καὶ νὰ βροῦμε τὴν ψυχή μας, κι ἂν κανεὶς θέλει νὰ τὴν σώσει, θὰ τὴν χάσει. Κι ἂν τὴν χάσει ἐνσυνείδητα, ὅπως λέει, «ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου» αὐτὸς θὰ τὴν σώσει. Ὁπότε νομίζω ὅτι τὸ μεγάλο πράγμα ποὺ ἔχουμε καὶ κουβαλᾶμε δὲν εἶναι τὸ τί ἔχουμε ἀλλὰ τὸ τί εἴμαστε. Αὐτὸ ποὺ λέει καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: τὸ μεγάλο πράγμα εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι κοινωνοὶ τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ μποροῦμε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀναχθοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν ἄλλη λογική. Ὁπότε τὰ πάντα εἶναι εὐλογία.

Ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, καὶ ζοῦσαν σὲ αὐτὸν τὸν παράδεισο. Ὁπότε λένε: «ἂν τυχὸν μᾶς ἀφήσετε νὰ ζήσουμε σᾶς εἴμαστε εὐγνώμονες γιατί ζοῦμε στὸν παράδεισο, μέσα σὲ αὐτὴν τὴν λογική τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ἄλλη λογική, ἐὰν μᾶς σκοτώσετε, σᾶς εἴμαστε χίλιες φορὲς πιὸ εὐγνώμονες γιατί τὸ συντομότερο θὰ δοκιμάσουμε αὐτὸ τὸ πράγμα τὸ ὁποῖο δὲν παρέρχεται καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο». Κι ὁ καθένας τότε γεννιέται, ὅταν πεθαίνει καὶ τότε ἀγκαλιάζει ὅλους καὶ βρίσκει μὲς τὴν καρδιὰ του ὅλους.

Καὶ ταυτόχρονα ἐνῶ μιλᾶμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ὑποτιμοῦμε τὸ σῶμα ἀλλὰ ἀντίθετα βλέπουμε ὅτι θεώνεται. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντίθετη κίνηση ποὺ γίνεται μέσα ἐδῶ. Δηλαδή, δὲν ἑνώνεται μόνο ἡ πορεία μὲ τὴ στάση, ἡ θεότης μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ γίνεται καὶ μία ἀντίστροφη κίνηση, ὅπως λέει τὸ Συναξάρι τῶν Ἁγίων Πάντων, «τὸ Πνεῦμα κάτεισιν καὶ ὁ Νοῦς ἄνεισιν». Τὸ πνεῦμα κατέρχεται, ὁ λόγος σαρκοῦται καὶ τὸ χῶμα, ἡ φύση μας, ἀναλαμβάνεται, θεώνεται. Καὶ τὸ πιστεύουμε αὐτὸ καὶ τὸ περιμένουμε νὰ γίνει κάποτε, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τώρα. Ἤδη προγεύεται κανείς, νομίζω, προπαντὸς ὁ πονεμένος καὶ σφαγμένος, ὁ τιμημένος μὲ τὸ νὰ δεχτεῖ πολλὲς δοκιμασίες, νιώθει σὰν ἄλλο σκαμμένο χωράφι ποὺ μπαίνει μέσα μία νωτίδα οὐράνια, ἔτσι μπαίνει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μέσα στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μία ἄλλη παράκληση θεϊκὴ καὶ προχωρεῖ εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν.

Ὅποτε τὸ θέμα, νομίζω, δὲν εἶναι ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε μία ψεύτικη ἐρώτηση ἢ νὰ δώσουμε μία ψεύτικη ἀπάντηση σχετικὰ μὲ τὸν θάνατο. Τὸ θέμα εἶναι ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κύριος, ὅτι τὸ χωράφι τὸ ἀγαθό, ἡ γῆ ἡ καλὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δέχονται τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ καρποφοροῦν ἐν ὑπομονῇ. Μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή; Κάποιος γεωργὸς ὑπάρχει ποὺ φροντίζει γιά μᾶς. Μποροῦμε νὰ περιμένουμε;

Μὰ λέει κανείς: «βρὲ παιδάκι μου, πεθαίνουμε». Βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι τὸ ἄρρωστο παιδὶ ποὺ ἔφερε ὁ πατέρας, ἔπεσε κάτω ξερὸ σὰν νεκρὸ καὶ πολλοὶ ἄρχισαν νὰ λένε πὼς πέθανε. Νομίζω ὅτι δὲν ἔχει σημασία ἂν νομίζουμε ἐμεῖς ὅτι πεθάναμε, ἂν νομίζουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅτι καὶ ἐμεῖς πεθάναμε. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ μένουμε κοντὰ στὰ πόδια κάποιου ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι, προτοῦ ὑπάρξει ὁ κόσμος κι ὁ ὁποῖος «τὰ πάντα διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους του ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παρήγαγε». Ὁπότε ἐὰν τυχὸν εἶσαι δίπλα σὲ Αὐτόν, ἄσχετα ἂν εἶσαι πεθαμένος ἢ ζωντανὸς ἐλπίζεις καὶ περιμένεις νὰ ἔρθει ἡ ζωή. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἡ ζωὴ ἔρχεται διὰ τοῦ θανάτου. Ὅπως ὁ σπόρος, ἐὰν δὲν πέσει στὴ γῆ νὰ πεθάνει, μένει μόνος, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἂν δὲν πονέσουμε θὰ μείνουμε μόνοι.

Τὸ θέμα εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὅτι πολὺ πονοῦμε καὶ λίγο ζωογονούμαστε, πολὺ ὑποφέρουμε καὶ λίγο μπαίνουμε στὴ χαρά. Νομίζω ὅτι τὸ μήνυμα τὸ χαρούμενό τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ περάσουμε τὴ ζωηφόρο νέκρωση. Ὅταν ζήτησαν δύο μαθητὲς νὰ δοξαστοῦν καὶ νὰ καθίσει ὁ ἕνας ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνας ἐξ εὐωνύμων, Αὐτὸς εἶπε, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Τριώδιο, ὅτι ὁ Κύριος δὲν δίδει τέτοια πράγματα στοὺς δικούς Του, ὑπόσχεται ποτήριο θανάτου. Τὸ μεγάλο γεγονὸς εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε περιμένοντας. Ὅταν περνᾶμε τὴν Γεσθημανή, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε. Τώρα τὸ ὅτι μιλᾶμε σημαίνει ὅτι δὲν περνᾶμε Γεσθημανή. Ἀλλὰ τί γίνεται; Τὰ χάνουμε. Μπορεῖ νὰ τὰ χάσουμε, μπορεῖ νὰ πέσουμε κάτω, μπορεῖ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει κάθε δύναμη σωματική, ψυχική, πνευματική. Τὸ θέμα εἶναι ἂν μπορεῖς καὶ ξερὸς νὰ περιμένεις καὶ νὰ εὐγνωμονεῖς. Κάποιος ὑπάρχει μέσα μας καὶ δίπλα μας, ποὺ ἱερουργεῖ διαφορετικὰ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς. Θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ μᾶς πεῖ ψεύτικα πράγματα, δὲν θέλει. Θέλει νὰ μᾶς φέρει στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ γιὰ νὰ μπεῖς στὴν αἰώνια ζωὴ πρέπει νὰ περάσεις ἀπὸ τὸν θάνατο. Θὰ μποροῦσε ὁ Χριστός, ἂν ἦταν ταχυδακτυλουργός, νὰ ἔκανε αὐτὸ ποὺ ζήτησαν οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ἔλεγαν «κατέβα ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ θὰ πιστέψουμε». Θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει. Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει. Κατέβηκε ἀπὸ τὸν Σταυρὸ νεκρός. Νεκρὸς γιὰ νὰ νικήσει τὸν θάνατο γιὰ πάντα, γιὰ ὅλους μας. Ὁπότε ἕνα πράγμα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μποροῦμε νὰ πετύχουμε. Ὅτι ὑπάρχει μέσα μας ἕνας συγκεκριμένος δυναμισμὸς καὶ διὰ τοῦ θανάτου, μέσα στὴ γῆ τὴν καλὴ καὶ ἀγαθή τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ὁ δυναμισμὸς ἐκρήγνυται καὶ προχωροῦμε σὲ ἄλλο τόπο, σὲ ἄλλο χῶρο, ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται καὶ τὰ πάντα λειτουργοῦν διαφορετικά. Αὐτὸς ὁ ἄλλος χῶρος καὶ ὁ ἄλλος χρόνος εἶναι αὐτὸς ἐδῶ ποὺ ζοῦμε. Ἂν θὰ πᾶμε μὲ πυραύλους στὰ ἀστέρια δὲν αὐξάνει ὁ χῶρος τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ ἐλευθερία μας. Ἂν τυχὸν παρατείνουμε τὴ ζωή μας μὲ μεταμόσχευση καρδιᾶς δὲν γευόμαστε τῆς χάριτος τῆς αἰωνιότητος.

Σὲ μία στιγμὴ μπορεῖ νὰ χωρέσει ἡ αἰωνιότης καὶ μέσα σὲ ἕνα μικρὸ ἅγιο μαργαρίτη νὰ χωρέσει ὅλος ὁ Χριστός. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ ὁ Κύριος ἐνῶ ἔρχεται νὰ μᾶς φέρει τὴ χαρά, ἐνῶ ἔρχεται νὰ μᾶς φέρει τὴ ζωή, λέει: «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες καὶ οὐαὶ οἱ γελῶντες». Ἀκριβῶς γιατί θέλει νὰ μᾶς φέρει τὸν πραγματικὸ γέλωτα, τὴν πραγματικὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ ἀπὸ σήμερα...
Layouts Cursors Codes Tools

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ






ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.
Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο. Τὸν δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα, καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.
Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
English
THE SYMBOL OF CREDIT Orthodox



We believe in one God, the Father the Almighty, maker of heaven and hearth, of all that is, seen and unseen.
We believe in one Lord, Jesus Christ, the only Son of God, eternally begotten of the Father, God from God, Light from Light, true God from true God, begotten, not made, of one Being, with the Father. Through him all things were made. For us men and for our salvation he came down from heaven: by the power of the Holy Spirit he became incarnate from the Virgin Mary, and was made men. For our sake he was crucified under Pontius Pilate; he suffered death and was buried. On the third day he rose again in accordance with the Scriptures; he ascended into heaven and is seated at the right hand of the Father. He will come again in glory to judge the living and the dead, and their kingdom has no end.
We believe in the Holy Spirit, the Lord, the giver of life, who proceeds from the Father and the Son. With the Father and the Son he is worshipped and glorified. He has spoken through the Prophets.
We believe in one holy Catholic and Apostolic Church. We acknowledge one baptism for the forgiveness of sins. We look for the resurrection of the dead, and the life of the world to come. Amen.
French
LE SYMBOLE DE CREDIT orthodoxe



Je crois en un seul Dieu, le Père tout-puissant, créateur du ciel et de la terre, de l'univers visible et invisible.
Je crois en un seul Seigneur, Jésus-Christ, le Fils unique de Dieu, né du Père avant tous les siècles : Il est Dieu, né de Dieu, lumière, née de la lumière, vrai Dieu, né du vrai Dieu, Engendré, non pas créé, de même nature que le Père ; et par Lui tout a été fait. Pour nous les hommes, et pour notre salut, Il descendit du ciel ; Par l'Esprit Saint, Il a pris chair de la Vierge Marie, et S'est fait homme. Crucifié pour nous sous Ponce Pilate, Il souffrit Sa passion et fut mis au tombeau. Il ressuscita le troisième jour, conformément aux Écritures, et Il monta au ciel ; Il est assis à la droite du Père. Il reviendra dans la gloire, pour juger les vivants et les morts ; et son règne n'aura pas de fin.
Je crois en l'Esprit Saint, qui est Seigneur et qui donne la vie ; Il procède du Père et du Fils; Avec le Père et le Fils, Il reçoit même adoration et même gloire ; Il a parlé par les Prophètes.
Je crois en l'Église, une, sainte, catholique et apostolique. Je reconnais un seul baptême pour le pardon des péchés. J'attends la résurrection des morts, et la vie du monde à venir. Amen.








Italian

IL SIMBOLO DEL CREDITO ortodossa


Credo in un solo Dio, Padre omnipotente, creatore del cielo e della terra, di tutto ciò che si vede e non si vede.
E credo in un solo Signore, Gesù Cristo, unico Figlio di Dio e nato dal Padre prima di tutti i secoli. Credo che egli è Dio da Dio, luce da luce, Dio vero da Dio vero, generato ma non creato, consustanziale al Padre, per il quale sono state tutte le cose. Ed egli discese dai cieli per noi uomini e per la nostra salvezza, e si è incarnato in Maria Vergine per opera dello Santo Spirito e si è fatto uomo. E' stato anche crocifisso per noi, è morto ed è stato sepolto sotto Ponzio Pilato, e il terzo giorno è risuscitato conformemente alle Scritture ed è asceso al cielo ; sta assiso alla destra del Padre. E tornerà di nuovo nella gloria a giudicare i vivi e i morti e il suo regno non avrà fine.
E credo nello Spirito Santo, Signore e vivificatore, che procede dal Padre e dal Figlio che insieme al Padre e al Figlio è adorato e glorificato e che ha parlato per bocca dei profeti.
E credo che la Chiesa è una, santa, cattolica e apostolica. Professo che c'è un solo battesimo per la remissione dei peccati e aspetto la risurrezione dei morti e la vita del mondo che verrà. Così sia.




Russian
Символ православной КРЕДИТ


Верую во единого Бога, Отца всемогущего, Творца неба и земли, видимого всего и невидимого.
И во единого Господа Иисуса Христа, Сына Божия Единородного, от Отца рожденного прежде всех веков, Бога от Бога, Свет от Света, Бога истинного от Бога истинного, рожденного, несотворенного, единосущного Отцу, через Которого все сотворено. Ради нас, людей, и ради нашего спасения сошедшего с небес и воплотившегося от Духа Святого и Марии Девы, и ставшего Человеком; распятого за нас при Понтии Пилате, страдавшего и погребенного, воскресшего в третий день по Писаниям, восшедшего на небеса и сидящего одесную Отца, вновь грядущего со славою судить живых и мертвых, и Царству Его не будет конца.
И в Духа Святого, Господа животворящего, от Отца и Сына исходящего; Которому вместе с Отцом и Сыном подобает поклонение и слава; Который вещал через пророков.
И во единую Святую Вселенскую и Апостольскую Церковь. Исповедую единое крещение во отпущение грехов. Ожидаю воскресения мертвых и жизни будущего века. Аминь.

Παρέα με τους μύθους στην Αγία Σοφία




Η πρώτη φορά που πήγα στη Βασιλεύουσα ήταν το 1991, στην ενθρόνιση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ήταν ένα οδοιπορικό οδύνης εκεί όπου άλλοτε άνθισε ο πολιτισμός του Βυζαντίου, εκεί όπου η Ρωμιοσύνη ήταν μια ζωή καημός μεγάλος και μαράζι.

Από τον Χρήστο Μυστιλιάδη

Tην 29η Μαϊου τη θυμόμαστε μία φορά το χρόνο, ενώ η Πόλη, το Βυζάντιο και η Ιωνία με τη Σμύρνη, είναι αχάλαστα σκηνικά της εσωτερικής ιστορικής μας ζωής και περισυλλογής.

Στην Πόλη πήγα αρκετές φορές και αυτό που μου έμεινε από τα σύντομα ταξίδια εκεί είναι πως δέθηκα με πολλά πράγματα. Τι να πρωτοθυμηθώ. Tριγύρω από τη γέφυρα του Γαλατά η σπιθιριστή θάλασσα στον Κεράτιο κόλπο και τα αμέτρητα πλεούμενα που την αυλακώνουν. Στην Σκεπαστή Αγορά τα πλήθη που πηγαινοέρχονται με την έγνοια του βιοπορισμού τυπωμένη στα αυλακωμένα πρόσωπά τους, με τα γλυκά, τα φρούτα, τα χαλιά, τα κεμπάπια, τους παστουρμάδες.

Η πρώτη φορά που πήγα στη Βασιλεύουσα ήταν το 1991, στην ενθρόνιση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ήταν ένα οδοιπορικό οδύνης εκεί όπου άλλοτε άνθισε ο πολιτισμός του Βυζαντίου, εκεί όπου η Ρωμιοσύνη ήταν μια ζωή καημός μεγάλος και μαράζι. Πάντα θυμάμαι αυτή την ευτυχισμένη εξάτμιση ψυχής προς το Βυζάντιο που ένιωσα μέσα στην Αγία Σοφιά. Ποτέ σε κανένα ναό δεν αισθάνθηκα έτσι.

Όπως έγραψε αργότερα ο Δημήτρης Ρίζος στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» είμαι ο πρώτος που μπήκα με κάμερα τηλεοπτικού σταθμού μέσα στην Αγία Σοφιά. Μου είχαν απαγορεύσει την κινηματογράφηση και μου είπαν ότι χρειάζεται ειδική άδεια. Σκέφθηκα να κρύψω την κάμερα σε μια γυναικεία τσάντα. Αφήρεσα από το μικρόφωνο τα διακριτικά του “ TV 4” και προχώρησα απτόητος με τους συμπολίτες μας προσκυνητές, ανάμεσα σε ομάδες ξένων τουριστών. Κοίταξα με δέος ολόγυρα μου. Με όλες τις προφυλάξεις από το άγρυπνο βλέμμα του Τούρκου φύλακα , σταμάτησα κάτω από τον φανταστικό τρούλο. Σε μια από τις τέσσερις κολώνες που υποβαστάζεται ο τρούλος μισοκρύφτηκα και άρχισα την προεργασία. Η ενδεικτική κόκκινη λυχνία άναψε και ο τότε Δήμαρχος Ρόδου Μάνος Κόκκινος, άρχισε να μιλάει μπροστά στην κάμερα της εκπομπής “ΕΝ ΛΕΥΚΩ”. Τέτοιες συγκλονιστικές στιγμές μέσα στον Παρθενώνα της Χριστιανικής Πίστης είναι δύσκολο να ξαναζήσω.

Κάθομαι κάτω από το εντυπωσιακό τρούλο και προσπαθώ με τη φαντασία μου να ξαναφτιάξω τον ναό έτσι όπως ήταν την αποφράδα εκείνη μέρα, την 29η Μαϊου 1453, όταν έπεφτε στα χέρια του Μωάμεθ Β΄. Η Αγιά Σοφιά στην Πόλη μας είναι βεβηλωμένη. Ακόμα και σήμερα. Με τις πατημασιές του αλόγου του Μωάμεθ αποτυπωμένες στις κολώνες του ναού. Με τη χαρακιά του σπαθιού του ν αυλακώνει τη δεξιά κολώνα. Με το αποτύπωμα μιας παλάμης που -πάλι κατά τον θρύλο- είναι η παλάμη του Μωάμεθ. Κι εσύ να γυρνάς αιώνες πίσω. Αισθάνεσαι ακόμα πως στάζει το αίμα.
-Γιατί, τόσο ψηλά στις κολώνες οι οπλές του αλόγου? ρωτάμε τον ξεναγό. Αναγκάζεται να ομολογήσει:
-Λέγεται ότι το άλογο του πορθητή πατούσε στα πτώματα των χιλιάδων Χριστιανών που κατέφυγαν στο ναό για να γλιτώσουν...

Ο ιερός ναός κτίσθηκε μέσα σε έξι χρόνια (532-537). Ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος είχαν υπό τις άμεσες υποδείξεις τους 100 άλλους αρχιτέκτονες και μηχανικούς με 100 εργάτες ο καθένας. Ο απέραντος θόλος της Αγίας Σοφίας είναι κατασκευασμένος με ελαφρά τούβλα από τη Ρόδο. Τα τούβλα έφτασαν από το χωριό Αρχάγγελος και ήταν φτιαγμένα από τόσο ελαφρύ χώμα, περίπου το ένα πέμπτο του βάρους των κανονικών. Κατ άλλους δώδεκα από αυτά ζύγιζαν όσο ένα κοινό τούβλο. Αυτά τα ροδίτικα τούβλα δέθηκαν μεταξύ τους γερά, γιατί και ο ασβέστης ζυμώθηκε με λάδι αντί για νερό, ώστε ο ναός να γίνει πιο ανθεκτικός και η βροχή και η υγρασία να μη περνούν στο εσωτερικό του. Λέγεται μάλιστα ότι τα τούβλα έχουν τυπωμένες σφραγίδες με διάφορες ευχές για την στερέωση του ναού η με μια ευχή κατά τον Ψευδοκωδικό που λέει “Ο Θεός εν μέσω αυτής και ου σαλευθήσεται...”. Η Αγία Σοφία άντεξε 63 σεισμούς μέχρι και 7,4 Ρίχτερ.

Πριν από τα ροδίτικα τούβλα βοήθησαν στο κτίσιμο του ναού οι …μέλισσες. Μία Κυριακή πήγε να εκκλησιαστεί ο Ιουστινιανός σε ναό της Πόλης. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας πλησίασε ο Αυτοκράτορας να πάρει αντίδωρο. Παίρνοντας το, του έπεσε. Τη στιγμή εκείνη μια μέλισσα το αρπάζει και πετώντας χάνεται. Μετά από μέρες, ανοίγοντας οι Βυζαντινοί μελισσοκόμοι κάποια κυψέλη βρέθηκαν μπροστά στο εξής καταπληκτικό: Οι μέλισσες με κερί έφτιαξαν ναό στη μέση της κυψέλης. Για Άγια τράπεζα έβαλαν το αντίδωρο, το μικρό, τετράγωνο αντίδωρο του Ιουστινιανού.

Παράδοση; Ιστορικό γεγονός; Ο, τι κι αν είναι εκφράζει το μεγαλείο των στιγμών εκείνων.
Τραγούδια, αφηγήσεις, παραδόσεις δημιούργησαν ένα θρύλο γύρω από τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και ναό της του Θεού Σοφίας. Οι εγκυκλοπαίδειες φιλοξενούν ένα δημώδες άσμα, στο οποίο περιγράφονται ζωηρά η διακοπή της τελευταίας λειτουργίας και όσα επηκολούθησαν. Είναι το πανελληνίως γνωστό ως “Θρήνος της Πόλης”:
«Πάψετε το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ΄ άγια,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Παπάδες πάρτε τα Ιερά κι σεις κεριά σβηστείτε».
Και καταλήγει ως εξής ο «Θρήνος της Πόλη»ς:
Η Δέσποινα ταράζεται και κλαίει και δακρύζει.
-Σώπασε κυρά Δέσποινα, μην κλαίεις και μην πολυδακρύζεις.
Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά Σου θάναι.
Είναι μια περικοπή από ένα κοσμαγάπητο θρήνο, που εξέθρεψε γενιές Ελλήνων και τον έγραψε ο ροδίτης λόγιος Εμμανουήλ Γεωργιλλάς η Λιμενίτης, δύο η τρία χρόνια μετά την άλωση της Πόλης. Είναι ο ίδιος που έγραψε τα ποιήματα “Ιστορική εξήγησις περί Βελισαρίου” (έπος από 840 στίχους) και το “Θανατικό της Ρόδου” (644 στίχοι) που περιγράφει την πανώλη που κτύπησε το νησί το 1498.

Είναι πολλοί που λένε ότι όλα αυτά είναι παραμύθια η ψέματα. Μπορεί νάχουν και δίκιο. Εγώ θα έλεγα:

«Παρέα με τους μύθους ταξιδεύω στ’ ανοιχτά γιατί ό,τι είναι κρυμμένο μυστικό και μαγεμένο αγαπιέται αληθινά».
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης σημάδεψε την πορεία του ελληνικού έθνους. Για 11 αιώνες η Πόλη ήταν το κέντρο ενός κόσμου φωτός. Μετά την Άλωση χύμηξε παντού ο Μεσαίωνας. Πόλη και Αγιά Σοφιά είναι δυο έννοιες δεμένες άρρηκτα. Φυσικό, λοιπόν, όποιος συμπολίτης μας πηγαίνει στην Επτάλοφη να επισκέπτεται την εκκλησία της του Θεού Σοφίας, που είναι ένα αδιαμφισβήτητο μνημείο του ελληνικού πολιτισμού. Ένα μνημείο που είναι συνδεδεμένο με τους λαϊκούς θρύλους που προέκυψαν μετά την Άλωση.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Οι χριστιανικές κατακόμβες της Μήλου










.
Στην περιοχή της αρχαίας πόλης, N. - N.Δ. του χωριού Tρυπητή, σε ύψος 150 μέτρων πάνω από τη θάλασσα, σε μια σχετικά απότομη πλαγιά, βρίσκονται οι Kατακόμβες της Mήλου. Tόπος συγκέντρωσης των πρώτων Xριστιανών, για να τελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και να θάψουν τους νεκρούς τους, μακριά από τα βλέμματα των ειδωλολατρών εκείνης της εποχής και των διωκτών τους. Eίναι μοναδικές σε μέγεθος στον ελλαδικό χώρο και από τις πιο αξιόλογες, μαζί με αυτές της Pώμης και των Aγίων Tόπων, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Kατασκευάστηκαν σε ηφαιστειακό τόφφο (σχετικά μαλακό πέτρωμα) και αποτελούν ένα μεγαλοπρεπές παλαιοχριστιανικό μνημείο, που προσδιορίζει ότι ο χριστιανισμός στο νησί ήταν γνωστός από τον 1ο αιώνα, με μεγάλη ανάπτυξη όμως τον 3ο και 4ο αιώνα (Ross, 1843). Aυτή η θεωρία του Ross θεωρείται λογική, μια και οι εμπορικές σχέσεις της Mήλου, εκείνη την εποχή, ήταν πολύ ανεπτυγμένες και με τη Pώμη και με τον υπόλοιπο κόσμο, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί Λίβιος και Πλίνιος.

Oι κατακόμβες ανακαλύφθηκαν από αρχαιοκάπηλους και έγιναν γνωστές μετά τη σύλησή τους, το 1840. Eίναι τρεις και μαζί με πέντε διαδρόμους και ένα νεκρικό θάλαμο αποτελούν ένα δαιδαλώδες σύστημα συνολικού σημερινού μήκους 185 μέτρων. Eίχαν εισόδους στο εξωτερικό περιβάλλον, αλλά σήμερα λειτουργεί μόνο μία, αυτή της δεύτερης κατακόμβης ή των «Πρεσβυτέρων», απ' όπου μπορεί να εισέλθει ο επισκέπτης.

Στο εσωτερικό των κατακομβών, δεξιά και αριστερά επάνω στους τοίχους, υπάρχουν τα «αρκοσόλια» (σκαμμένες αψίδες) όπου μέσα σ' αυτά, καθώς και στο πάτωμα, ανοίγονταν οι τάφοι. Aρκοσόλια σήμερα σώζονται 126 (Πετροχείλου, 1972) και υπολογίζεται ότι έχουν ταφεί μερικές χιλιάδες νεκρών. Σε κάθε τάφο υπήρχε λυχνάρι, ενώ σήμερα έχουν τοποθετηθεί ηλεκτρικοί λαμπτήρες που φωτίζουν το χώρο διακριτικά και δημιουργούν την ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων.

Στους τάφους των πιο διακεκριμένων προσώπων ζωγράφιζαν χριστιανικά σύμβολα ή χάραζαν επιγραφές. Tέτοια είδαν και μελέτησαν οι Ross (1843) και Σωτηρίου (1927), αλλά με την πάροδο των χρόνων τα περισσότερα καταστράφηκαν.

Mια τέτοια επιγραφή μπορεί να δει ο σημερινός επισκέπτης στη δεύτερη κατακόμβη, στο 6ο αρκοσόλιο δεξιά. Eίναι η επιγραφή των «Πρεσβυτέρων», απ' όπου και το όνομά της. Aκόμα στην ίδια κατακόμβη, στη μέση περίπου, υπάρχει ένας τάφος σκαμμένος στο βράχο υπό μορφή σαρκοφάγου. Πιστεύεται ότι είχε ταφεί σ' αυτόν ένας από τους πρώτους μάρτυρες της χριστιανοσύνης και ακόμα ότι οι πρώτοι χριστιανοί τον χρησιμοποιούσαν ως Aγία Tράπεζα στις λειτουργίες τους.

H δραστηριότητα των πρώτων χριστιανών στις κατακόμβεςσταματά λίγο μετά τη θεσμοθέτηση της ανεξιθρησκίας (διάταγμα Mεδιολάνων), ή μέχρι να καταστραφεί και να εγκαταλειφθεί η αρχαία πόλη του Kλήματος από σεισμούς τον 5ο ή 6ο αιώνα μ.X.